αγρίωμα

αγρίωμα
το
1. τόπος άγριος και χέρσος, γεμάτος αγριόχορτο, κατάλληλος για βοσκή ζώων
2. εξαγρίωση, εξόργιση
3. εκφοβισμός, τρομοκράτηση, φόβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριῶ.
ΠΑΡ. αγριωμάδα, αγριωμάρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγριωμάδα — η [αγρίωμα] 1. άγρια, βλοσυρή έκφραση τού προσώπου 2. (για τον άνεμο) σφοδρότητα, ένταση …   Dictionary of Greek

  • αγριωμάρα — η [αγρίωμα] άγρια έκφραση τού προσώπου, αγριότητα …   Dictionary of Greek

  • αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”